σκανδιναβικός

σκανδιναβικός
-ή, -ό, Ν [Σκανδιναβός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκανδιναβούς ή στη Σκανδιναβία ή αυτός που προέρχεται από τη Σκανδιναβία («Σκανδιναβική Χερσόνησος»)
2. φρ. α) «σκανδιναβικές γλώσσες»
γλωσσ. γλώσσες τού βορειογερμανικού κλάδου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η Δανική, η Σουηδική, η Νορβηγική, η Ισλανδική και η γλώσσα τών Φερόων Νήσων
β) «σκανδιναβικό παγοκάλυμμα»
γεωλ. μια από τις μεγαλύτερες παγετωνικές μάζες τού πλειστοκαίνου, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος τής βόρειας Ευρώπης και εκτείνεται από την περιοχή Γιόστενταλσμπρεεν τής Νορβηγίας ώς τη Μεγάλη Βρετανία, δυτικά, και σχεδόν ώς τη Μόσχα, ανατολικά.
επίρρ...
σκανδιναβικά Ν
με σκανδιναβικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκανδιναβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Σκανδιναβούς: Οι κάτοικοι της Δανίας και της Ισλανδίας έχουν σκανδιναβική καταγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”