- σκανδιναβικός
- -ή, -ό, Ν [Σκανδιναβός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκανδιναβούς ή στη Σκανδιναβία ή αυτός που προέρχεται από τη Σκανδιναβία («Σκανδιναβική Χερσόνησος»)2. φρ. α) «σκανδιναβικές γλώσσες»γλωσσ. γλώσσες τού βορειογερμανικού κλάδου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η Δανική, η Σουηδική, η Νορβηγική, η Ισλανδική και η γλώσσα τών Φερόων Νήσωνβ) «σκανδιναβικό παγοκάλυμμα»γεωλ. μια από τις μεγαλύτερες παγετωνικές μάζες τού πλειστοκαίνου, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος τής βόρειας Ευρώπης και εκτείνεται από την περιοχή Γιόστενταλσμπρεεν τής Νορβηγίας ώς τη Μεγάλη Βρετανία, δυτικά, και σχεδόν ώς τη Μόσχα, ανατολικά.επίρρ...σκανδιναβικά Νμε σκανδιναβικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.